- σμαραγδώδης
- -ῶδες, Α [σμάραγδος]αυτός που μοιάζει με σμάραγδο, σμαραγδοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμαραγδώδης — like smaragdus masc/fem acc pl (attic epic doric) σμαραγδώδης like smaragdus masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σμαραγδώδης like smaragdus masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμαραγδῶδες — σμαραγδώδης like smaragdus masc/fem voc sg σμαραγδώδης like smaragdus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek